περιβρέμω

περιβρέμω
Α
(ενεργ. και μέσ.) περιβρέμομαι
βροντώ ολόγυρα, βουίζω γύρω από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + βρέμω «βροντώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βρέμω — (Α) Ι. 1. (για τη θάλασσα ή τον άνεμο) ηχώ με πάταγο, βουίζω 2. αντηχώ 3. (για τα όπλα) παράγω κρότο 4. (για ανθρώπους) βρίσκομαι σε έξαψη, μανιάζω II. ( ομαι) 1. κλαίω, θρηνώ 2. (για μουσικό όργανο) αναδίδω ισχυρό ήχο 3. (για ζώα) βρυχιέμαι.… …   Dictionary of Greek

  • περιβρομώ — έω, Α περιβρέμω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι* + βρομῶ «βομβώ, βουίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”